- συγκομιστής
- ο уст.1) собиратель, накопитель; 2) перен. тот, кто пожинает плоды
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συγκομιστής — gatherer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιστής — ο, ΝΜ [συγκομίζω] αυτός που συγκεντρώνει και αποθηκεύει γεωργικά προϊόντα … Dictionary of Greek
συγκομιστῆς — συγκομιστός brought together fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομισταί — συγκομιστής gatherer masc nom/voc pl συγκομιστός brought together fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιστοῦ — συγκομιστής gatherer masc gen sg συγκομιστός brought together masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιστήν — συγκομιστής gatherer masc acc sg (attic epic ionic) συγκομιστός brought together fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιστῶν — συγκομιστής gatherer masc gen pl συγκομιστός brought together fem gen pl συγκομιστός brought together masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιστά — συγκομιστά̱ , συγκομιστής gatherer masc nom/voc/acc dual συγκομιστής gatherer masc voc sg συγκομιστής gatherer masc nom sg (epic) συγκομιστός brought together neut nom/voc/acc pl συγκομιστά̱ , συγκομιστός brought together fem nom/voc/acc dual… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)